- νομάδας
- ο και νομάς, ο, η (ΑΜ νομάς, -άδος)1. αυτός που βόσκει αγέλη ζώων και περιπλανιέται μαζί με αυτά από τόπο σε τόπο κυρίως για βοσκή2. στον πληθ. νομάδεςνομαδικές, περιπλανώμενες φυλές, φυλές που περιφέρονται από τόπο σε τόπο για ανεύρεση χώρου για βοσκή (α. «οι νομάδες Βεδουίνοι» β. «νομάδες Σκύθαι», Πίνδ.)νεοελλ.αυτός που δεν έχει μόνιμο τόπο κατοικίαςαρχ.1. (για τον Οιδίποδα) περιπλανώμενος, εκτεθειμένος για νομή στον Κιθαιρώνα, στο ύπαιθρο2. ως επίθ. α) ποιμενικόςβ) σχετικός με τη Νουμιδία ή αυτός που προέρχεται από τη Νουμιδία, νουμιδικός3. (ως εθνικό όν.) ὁ, ἡ Νομάςο κάτοικος τής Νουμιδίας4. το θηλ. α) μτφ. η πόρνηβ) ως επίθ. (για κρήνη) αυτή που ποτίζει τα ρείθρα ποταμού («οὐδ' ἄυπνοι κρῆναι μινύθουσιν Κηφισοῡ νομάδες ῥεέθρων» — κρήνες που τρέφουν τα ρεύματα τού Κηφισού, Σοφ.)5. φρ. α) «νομὰς τράπεζα» — δίαιτα νομάδωνβ) «δάμαλις νομάς» — αγελάδα παχιά, σιτευτήγ) «νομάδες περιστεραί» — άγρια περιστέριαδ) «νομὰς ὄρνις» και «νομάς» — ινδική όρνις.[ΕΤΥΜΟΛ. < νομός / νομή + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. μον-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.